ἐμπορευόμενοι

ἐμπορευόμενοι
ἐμπορεύομαι
travel
pres part mp masc nom/voc pl
ἐμπορεύομαι
travel
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν …   Dictionary of Greek

  • Βερτούμνος ή Βερτούνος — Ετρουσκική θεότητα. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη φύση και τις λειτουργίες της. Άγαλμά της υπήρχε στο Βίκους Τούσκους (Vicus Tuscus) της Ρώμης, όπου, σύμφωνα με τον Προπέρτιο, οι εμπορευόμενοι έκαναν συχνά προσφορές. Αφιερώματα της εποχής των… …   Dictionary of Greek

  • Κυδωνίες — I Η ελληνική ονομασία της μικρασιατικής πόλης Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalik, 34.500 κάτ. το 2000) στην επαρχία της Τουρκίας Μπαλικεσίρ, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. από αποίκους της Λέσβου. Έπειτα από επιτυχείς προσπάθειες… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”